ὄλοφυς

ὄλοφυς
ὄλοφυς· οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος, Hsch., prob. in Sapph.Supp.10.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολόφυς — ὀλόφυς ή ὄλοφυς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἶκτος, ἔλεος, θρῆνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι] …   Dictionary of Greek

  • ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”